συνερτικός

συνερτικός
συνερτικός
driving
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνερτικός — και συνερκτικός, ή, όν, Α [συνείρω] (για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του …   Dictionary of Greek

  • συνερκτικός — ή, όν, Α βλ. συνερτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”